Πανίκος Κρυστάλλης: «Κάτι παραπάνω από οικογένεια στην Εθνική» - «Η πρώτη μας ταυτότητα»
Δημοσιευτηκε:

Ένας από τους κορυφαίους ποδοσφαιριστές που γέννησε ποτέ η Κύπρος έφυγε για το αιώνιο ταξίδι. Ο Πανίκος Κρυστάλλης, δεν είναι ποια μαζί μας.
Αλλά όσοι τον έζησαν αγωνιζόμενο ή τον γνώρισαν δεν θα τον ξεχάσουν ποτέ γιατί θα ζει στις καρδιές και στις αναμνήσεις τους. Αυτή η τεράστια προσωπικότητα των κυπριακών γηπέδων, έγραψε Ιστορία αγωνιζόμενος σε Απόλλων, ΑΕΛ και ΑΕΚ Αθηνών. Αυτός ο θρύλος έδωσε τα πάντα και για την Εθνική Κύπρου.
Ο Κρυστάλλης ήταν ανάμεσα στους ποδοσφαιριστές που είχαν τη μεγάλη τιμή να αγωνιστούν στο πρώτο επίσημο παιχνίδι απέναντι στο Ισραήλ, λίγους μήνες μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Κύπρου. Η μικρή Κύπρος ορθώνει ανάστημα στις 13 Νοεμβρίου του 1960 απέναντι στο Ισραήλ, στο πρώτο επίσημο αγώνα του αντιπροσωπευτικού μας συγκροτήματος, αλλά στον επαναληπτικό λυγίζει (6-1). Οι δύο πρώτοι ιστορικοί αγώνες, όμως, με το Ισραήλ είχαν περισσότερη σημασία από τα αποτελέσματα.
Στο βιβλίο «Ο Πρώτος Αγώνας» - «Η πρώτη Εθνική Κύπρου και οι ξεχασμένοι θρύλοι του κυπριακού ποδοσφαίρου», που κυκλοφόρησε το 2018, ανάμεσα σε άλλα, υπήρχαν συνεντεύξεις από όλους τους πρωταγωνιστές, συμπεριλαμβανομένου και του Πανίκου Κρυστάλλη. Σήμερα δημοσιεύουμε τη συνέντευξη αυτού του σπουδαίου ποδοσφαιριστή, όπως περιλαμβάνεται στο βιβλίο – αφιέρωμα για την πρώτη Εθνική.
«Το παιχνίδι εκείνο ήταν ορόσημο για την Κύπρο. Ήταν λίγους μήνες μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας μας και εμείς ήμασταν οι πρεσβευτές της Κύπρου». Τα μάτια του Πανίκου Κρυστάλλη βουρκώνουν. «Τι μου θυμήσατε τώρα;». Το παιδί της αλάνας είχε πια γκρίζα μαλλιά και ρυτίδες στο πρόσωπο. Κι όμως έμοιαζε αγέραστος, σαν να μην τον είχε αγγίξει ο χρόνος. Σαν να είχαμε δίπλα μας αυτό τον μεγάλο παίκτη που ζωγράφιζε μέσα στο γήπεδο, τον καλλιτέχνη που πρόσφερε απλόχερα το χάρισμά του, το ορφανό παιδί που έμελλε να γίνει θρύλος.
Την πρώτη φορά τον συναντήσαμε στο καφενείο του Πεντακώμου και ξαναβρεθήκαμε ένα όμορφο φθινοπωρινό πρωινό στο σπίτι του, ένα καταφύγιο μέσα στη φύση μεταξύ Πεντακώμου και Αγίου Γεωργίου Αλαμάνου. Ο καλλιτέχνης που μάγευε τα πλήθη με μια μπάλα στα πόδια, επέλεξε να ζει στην καρδιά της φύσης. Απλός και προσιτός, ο λόγος του μεστός, κάθε του λέξη ζυγισμένη, όπως τις μπαλιές που έβγαζε όταν μεσουρανούσε στα γήπεδα της Κύπρου και της Ελλάδας. Το βλέμμα του διαπεραστικό, με ένα χαμόγελο μονίμως στο πρόσωπο – άλλοτε πικρό, άλλοτε χαρμόσυνο, πάντα απ’ τα βάθη της καρδιάς του.
Ο Πανίκος Κρυστάλλης, ένας από τους κορυφαίους ποδοσφαιριστές που γεννήθηκαν σε τούτη τη γωνιά της γης, ξετυλίγει το κουβάρι των αναμνήσεων, πίσω στις 13 Νοεμβρίου 1960. «Η χαρά όλη ήταν η συμμετοχή. Η πρώτη επαφή. Η πρώτη μας ταυτότητα. Να παίζεις με μια ξένη ομάδα επίσημα. Αυτή ήταν η μεγάλη μας χαρά. Ήμασταν όλοι περήφανοι που καλεστήκαμε στην εθνική ομάδα και ο καθένας μας προσπαθούσε να κάνει το καλύτερο και όλοι πιστεύαμε ότι μπορούσαμε να νικήσουμε το παιχνίδι., παρόλο που δεν ξέραμε τι ομάδα ήταν το Ισραήλ. Παίζαμε σπίτι μας, ο κόσμος, ο ενθουσιασμός, ψήλωσε την ομάδα. Εμείς κατεβήκαμε να παίξουμε την μπάλα που ξέραμε. Το πήραμε και λίγο ‘πατριωτικά’, με την έννοια να δείξουμε και εμείς ποιοι είμαστε».
Το πετυχημένο αποτέλεσμα του πρώτου αγώνα μεγάλωσε τις προσδοκίες, αλλά οι παίκτες της πρώτης Εθνικής Κύπρου παρέμεναν προσγειωμένοι. «Ήξερα ότι δεν είχαμε τις δυνατότητες να πάμε τζαι να δέρουμε μέσα στο Ισραήλ. Είχαμε τρεις – τέσσερις καλούς παίκτες μέσα, ο ένας ήταν ψηλός, ο άλλος ήταν γρήγορος, αλλά η μπάλα παίζεται από τους ώμους και πάνω. Ήξερα ότι το Ισραήλ ήταν πολύ καλή ομάδα και ήμασταν όλοι προσγειωμένοι στον επαναληπτικό. Αλλά μην νομίσετε ότι οι Ισραηλινοί δεν φοβούνταν το παιχνίδι. Μου έκανε εντύπωση ότι μια εφημερίδα τους είχε γελοιογραφία που έδειχνε τον προπονητή της Εθνικής τους, τον Μάντι γονατιστό μπροστά μου τζαι να παρακαλά να μην τους δέρουμε. Κατάλαβαν ότι πράγματι υπήρχε ποδόσφαιρο στην Κύπρο. Αυτό ήταν υπέρ μας, μας υπολόγισαν πολύ».
Τη μέρα του επαναληπτικού. «μπήκαμε σε ένα γυμναστήριο (σ.σ γήπεδο) γεμάτο λάσπες που στο τέλος δεν εκαταλαβαινούμασταν… Ήταν γεμάτο νερά το γήπεδο. Η ήττα μας ήταν βαριά σε σύγκριση με την ποιότητά μας γιατί ήταν σύμμαχός τους και ο καιρός. Δεν μπορούσαμε να τρέξουμε, ούτε μπορούσαμε να σταθούμε, πέφταμε χαμαί μες στις λάσπες… Σε κάποια στιγμή κουντήσαν τον Γιάννο και έπεσε μες στις λάσπες. Έρκεται ο Κώστας ο μακαρίτης τζαι λαλεί μου ‘ποιος είναι τούτος;’. ‘Ρε εν ο Γιάννος’, λαλώ του. ‘Όι ρε, εν κανένας φίλαθλος!’ μας λέει, το πρόσωπό του φωτίζεται και ξεσπά σε γέλια. Σαν να ήταν χθες…
«Μας χειροκροτούσαν οι φίλαθλοι του Ισραήλ»
«Κατ’ αρχάς δεν ξέραμε τι ήταν το Ισραήλ. Όταν πήγαμε παραλίγο να μην βρούμε το γήπεδο να μπούμε μέσα. Το Ραμάτ Γκαν ήταν βουνό και το γήπεδο ήταν από κάτω και έβλεπες έναν λόφο δάσος και δεν ξέραμε από που να μπούμε Εκείνο όμως που θα μου μείνει αξέχαστο, ήταν η φιλοξενία τους. Ήταν άψογοι μαζί μας. Ο κόσμος ήταν θετικός. Ακόμη και σε ενέργειες δικές μας μας χειροκροτούσαν. Δεν περιμέναμε τέτοια αντιμετώπιση από έναν αντίπαλο».
‘Αδολη αγάπη
Κάθε φορά που ο Πανίκος Κρυστάλλης αναφέρει τη λέξη «Εθνική» νιώθει περήφανος και το δείχνει. «Με ενθουσίαζε η εθνική ομάδα. Η αιτία που έγινε τούτη η εθνική ομάδα. Το αποτέλεσμα; Μπορούσαμε να κερδίσουμε, να χάσουμε. Έβλεπα το παρακάτω. Τη συνέχεια. Η εθνική ομάδα πάντοτε ήταν το αποκορύφωμα του ποδοσφαιριστή, το όνειρό του. Είχε αρχίσει να καλλιεργεί το ποδόσφαιρο σωστά. Όταν όμως άρχισαν πάλι τα καταραμένα τα πολιτικά, η Εθνική μας έγινε μια ταλαιπωρημένη υπόθεση. Στην Εθνική έπαιζα μέχρι την ημέρα που παραίτησα. Δεν έγινε Εθνική χωρίς να έχω κλήση».
«Ο πατέρας μου, Αργύλης Γαβαλάς»
«Ήμασταν μια ομάδα. Και αυτό ήταν ένα προσόν του Αργύρη Γαβαλά. Ήταν ο άνθρωπος που καλλιέργησε την ενότητα. Ούτε οικογένεια να ήμασταν». Για τον Πανίκο Κρυστάλλη όμως ο αείμνηστος Γαβαλάς ήταν κάτι παραπάνω από ένας καλός και αυστηρός προπονητής. «Ο Γαβαλάς για μένα ήταν σαν τον πατέρα μου. Σαν προπονητής δεν δεχόταν μύγα στο σπαθί του. Με καμιά δύναμη. Ούτε να αστειευτείς, ούτε να τον ειρωνευτείς. Εμένα όμως με είχε σαν παιδί του. Ήμουν 12 χρονών και τον επείραζα, δεχόταν τα αστεία μου».
Μας εξιστορεί μάλιστα πώς τρύπησε τα λάστιχα του ποδηλάτου του Γαβαλά γιατί ήθελε να κάνει προπόνηση. «Ο Γαβαλάς ήταν πελεκάνος, έφευγε από το πελεκανιό η ώρα 12 και στη 1 ήταν στο γήπεδο. Έφερνε τζιαι το καπακλούι του πάντα και έτρωγε εκεί. Όταν τελείωνε την προπόνηση, έφευγε πάντα τελευταίος. Το ποδήλατο το είχε έξω στα ιαματικά λουτρά. Εγώ ήθελα να παίξω, να σουτάρω, αλλά ο Γαβαλάς ήθελε να φύγει. ‘Άτε βαρκάρη έφυα’, μου είπε. Λαλώ, είντα που να κάμω ρε. Επήαινα τζιαι εξεφούσκωνά του το λάστιχο του ποδηλάτου το πισινό. Καθόταν ο Γαβαλάς πάνω, αλλά το ποδήλατο δεν τζιυλούσε. Κοίταζε ποτζιεί, κοίταζε ποδά, λαλεί σου ‘εν τούτος τωρά όξα εν τούτος;’. Μουρμούρα μόνος του. Έμεινε. Εγώ ήμουν πάνω στην πρώτη εξέδρα και καθόμουν. Έρκεται κοντά τζιαι μου λέει ‘ρε βαρκάρη, ρε εγώ είμαι από τον Πειραιά ρε, θα με γελάσεις εσύ εμένα ρε;’ Εγώ έλεγά του ‘Μα κύριε Γαβαλά δεν είμαι εγώ’. ‘Μην το ξαναπείς ρε’, λαλεί. Αλλά ό,τι τζιαι να του έκαμνα εδέχετού το».